- ἑνώσω
- ἑνόωmake oneaor subj act 1st sgἑνόωmake onefut ind act 1st sgἑνόωmake oneaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… … Dictionary of Greek
βιδώνω — ωσα, ώθηκα, βιδωμένος 1. περιστρέφοντας μπήγω τη βίδα, για να στερεώσω, να ενώσω, να συναρμολογήσω: Στο παιδικό δωμάτιο, τα έπιπλα είναι βιδωμένα στον τοίχο. 2. μτφ., εμποδίζω, εξουδετερώνω: Βιδώθηκε από τον αντίπαλό του και δεν μπόρεσε να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρφίτσα — η 1. μικρή μεταλλική βελόνη που χρησιμοποιείται για την πρόχειρη ένωση μερών υφασμάτων, φύλλων χαρτιού κ.ά.: Έχεις καμιά καρφίτσα να ενώσω τα φύλλα αυτά; 2. βελόνη από πολύτιμο μέταλλο για διακόσμηση και στερέωση της γραβάτας των αντρών: Τώρα δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)